Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πτώσσω
πτωτικός
πτωτός
πτωχαλαζών
πτωχεία
πτωχελένη
πτωχεύω
πτωχηΐη
πτωχίζω
πτωχικός
πτωχίστερος
πτωχόμουσος
πτωχοποιός
πτωχός
πτωχότης
πτωχοτροφεῖον
πτωχότροφος
πτωχοφανής
πυαλίς
πυαλίτης
πυάνιον
View word page
πτωχίστερος
πτωχ-ίστερος,
A). v. πτωχός .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πτωχίστερος
Headword (normalized):
πτωχίστερος
Headword (normalized/stripped):
πτωχιστερος
IDX:
91285
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-91286
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πτωχ-ίστερος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">πτωχός</span> .</div> </div><br><br>'}