Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πτώσιμος
πτῶσις
πτωσκάζω
πτώσσω
πτωτικός
πτωτός
πτωχαλαζών
πτωχεία
πτωχελένη
πτωχεύω
πτωχηΐη
πτωχίζω
πτωχικός
πτωχίστερος
πτωχόμουσος
πτωχοποιός
πτωχός
πτωχότης
πτωχοτροφεῖον
πτωχότροφος
πτωχοφανής
View word page
πτωχηΐη
πτωχ-ηΐη,
A). v. πτωχεία .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πτωχηΐη
Headword (normalized):
πτωχηΐη
Headword (normalized/stripped):
πτωχηιη
IDX:
91282
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-91283
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πτωχ-ηΐη</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">πτωχεία</span> .</div> </div><br><br>'}