Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
πτολιπόρθης
πτολιπόρθιος
πτολίπορθος
πτόλις
πτόλισμα
πτορθάκανθος
πτορθεῖον
πτόρθιος
πτόρθος
πτορθοφορέω
πτόρμος
πτόρος
πτυαλίζω
πτυαλισμός
πτύαλον
πτυαλώδης
πτυάριον
πτυάς
πτύγμα
πτυγμάτιον
πτύγξ
View word page
πτόρμος
πτόρμος
,
ὁ
, Aeol. for
πταρμός
, Jo.Gramm.
Comp.
3.47
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
πτόρμος
Headword (normalized):
πτόρμος
Headword (normalized/stripped):
πτορμος
IDX:
91230
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-91231
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πτόρμος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, Aeol. for <span class="foreign greek">πταρμός</span>, Jo.Gramm.<span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Comp.</span> 3.47 </span>.</div><br><br>'}