Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πτολίοικος
πτολιπόρθης
πτολιπόρθιος
πτολίπορθος
πτόλις
πτόλισμα
πτορθάκανθος
πτορθεῖον
πτόρθιος
πτόρθος
πτορθοφορέω
πτόρμος
πτόρος
πτυαλίζω
πτυαλισμός
πτύαλον
πτυαλώδης
πτυάριον
πτυάς
πτύγμα
πτυγμάτιον
View word page
πτορθοφορέω
πτορθοφορέω, cj. for πρωτοφορέω in Ath. 13.565f .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πτορθοφορέω
Headword (normalized):
πτορθοφορέω
Headword (normalized/stripped):
πτορθοφορεω
IDX:
91229
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-91230
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πτορθοφορέω</span>, cj. for <span class="foreign greek">πρωτοφορέω</span> in <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0008.tlg001.perseus-grc1:13:565f" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0008.tlg001.perseus-grc1:13.565f/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ath.</span> 13.565f </a>.</div><br><br>'}