Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Πτολεμαΐς
πτολεμίζω
πτόλεμος
πτολίαρχος
πτολίεθρον
πτολίοικος
πτολιπόρθης
πτολιπόρθιος
πτολίπορθος
πτόλις
πτόλισμα
πτορθάκανθος
πτορθεῖον
πτόρθιος
πτόρθος
πτορθοφορέω
πτόρμος
πτόρος
πτυαλίζω
πτυαλισμός
πτύαλον
View word page
πτόλισμα
πτόλισμα,
A). = πόλισμα , Phot., Suid.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πτόλισμα
Headword (normalized):
πτόλισμα
Headword (normalized/stripped):
πτολισμα
IDX:
91224
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-91225
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πτόλισμα</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">πόλισμα</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phot.</span></span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> </div> </div><br><br>'}