Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Πτολεμαεῖον
Πτολεμαῖα
Πτολεμαϊκός
Πτολεμαῖος
Πτολεμαΐς
πτολεμίζω
πτόλεμος
πτολίαρχος
πτολίεθρον
πτολίοικος
πτολιπόρθης
πτολιπόρθιος
πτολίπορθος
πτόλις
πτόλισμα
πτορθάκανθος
πτορθεῖον
πτόρθιος
πτόρθος
πτορθοφορέω
πτόρμος
View word page
πτολιπόρθης
πτολι-πόρθης,
A). v. πτολίπορθος .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πτολιπόρθης
Headword (normalized):
πτολιπόρθης
Headword (normalized/stripped):
πτολιπορθης
IDX:
91220
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-91221
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πτολι-πόρθης</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">πτολίπορθος</span> .</div> </div><br><br>'}