Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
πτοητός
πτοίᾱ
πτοιαλέος
πτοιέω
πτοιώδης
Πτολεμαεῖον
Πτολεμαῖα
Πτολεμαϊκός
Πτολεμαῖος
Πτολεμαΐς
πτολεμίζω
πτόλεμος
πτολίαρχος
πτολίεθρον
πτολίοικος
πτολιπόρθης
πτολιπόρθιος
πτολίπορθος
πτόλις
πτόλισμα
πτορθάκανθος
View word page
πτολεμίζω
πτολεμίζω
,
πτολεμιστής
,
πτόλεμόνδε
, Ep. for
πολεμ-
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
πτολεμίζω
Headword (normalized):
πτολεμίζω
Headword (normalized/stripped):
πτολεμιζω
IDX:
91215
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-91216
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πτολεμίζω</span>, <span class="orth greek">πτολεμιστής</span>, <span class="orth greek">πτόλεμόνδε</span>, Ep. for <span class="foreign greek">πολεμ-</span>.</div><br><br>'}