Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πτισανορρυφία
πτίσις
πτίσμα
πτισμός
πτίσσω
πτιστέον
πτιστής
πτιστικός
πτόα
πτοέω
πτόη
πτόησις
πτοητός
πτοίᾱ
πτοιαλέος
πτοιέω
πτοιώδης
Πτολεμαεῖον
Πτολεμαῖα
Πτολεμαϊκός
Πτολεμαῖος
View word page
πτόη
πτόη,
A). v. πτοία .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πτόη
Headword (normalized):
πτόη
Headword (normalized/stripped):
πτοη
IDX:
91203
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-91204
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πτόη</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">πτοία</span> .</div> </div><br><br>'}