Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πτισάνης
πτίσανον
πτισανορρυφία
πτίσις
πτίσμα
πτισμός
πτίσσω
πτιστέον
πτιστής
πτιστικός
πτόα
πτοέω
πτόη
πτόησις
πτοητός
πτοίᾱ
πτοιαλέος
πτοιέω
πτοιώδης
Πτολεμαεῖον
Πτολεμαῖα
View word page
πτόα
πτόα,
A). v. πτοία .


ShortDef

abject fear, terror

Debugging

Headword:
πτόα
Headword (normalized):
πτόα
Headword (normalized/stripped):
πτοα
IDX:
91201
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-91202
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πτόα</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">πτοία</span> .</div> </div><br><br>'}