Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
πτερόω
πτερυγίζω
πτερύγιον
πτερύγισμα
πτερυγοειδής
πτερυγόομαι
πτερυγοποίκιλος
πτερυγοτομέω
πτερυγοτόμος
πτερυγοτύραννος
πτερυγοφόρος
πτερυγόω
πτερυγώδης
πτερυγωκής
πτερύγωμα
πτερυγωτός
πτέρυξ
πτερύσσομαι
πτέρωμα
πτέρων
πτερώνυμος
View word page
πτερυγοφόρος
πτερῠγο-φόρος
,
ον
,
A).
attracting feathers
,
ἤλεκτρον
Dsc.
2.81.3
.
ShortDef
attracting feathers
Debugging
Headword:
πτερυγοφόρος
Headword (normalized):
πτερυγοφόρος
Headword (normalized/stripped):
πτερυγοφορος
IDX:
91157
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-91158
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πτερῠγο-φόρος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">attracting feathers</span>, <span class="quote greek">ἤλεκτρον</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 2.81.3 </span> .</div> </div><br><br>'}