Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πτεροφυής
πτεροφύησις
πτεροφυΐα
πτερόφυτος
πτεροφύτωρ
πτερόω
πτερυγίζω
πτερύγιον
πτερύγισμα
πτερυγοειδής
πτερυγόομαι
πτερυγοποίκιλος
πτερυγοτομέω
πτερυγοτόμος
πτερυγοτύραννος
πτερυγοφόρος
πτερυγόω
πτερυγώδης
πτερυγωκής
πτερύγωμα
πτερυγωτός
View word page
πτερυγόομαι
πτερῠγό-ομαι,
A). v. πτερυγόω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πτερυγόομαι
Headword (normalized):
πτερυγόομαι
Headword (normalized/stripped):
πτερυγοομαι
IDX:
91152
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-91153
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πτερῠγό-ομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">πτερυγόω</span> .</div> </div><br><br>'}