Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πτερορρυέω
πτερορρύμσις
πτερότης
πτερόφοιτος
πτεροφόρας
πτεροφόρος
πτεροφυέω
πτεροφυής
πτεροφύησις
πτεροφυΐα
πτερόφυτος
πτεροφύτωρ
πτερόω
πτερυγίζω
πτερύγιον
πτερύγισμα
πτερυγοειδής
πτερυγόομαι
πτερυγοποίκιλος
πτερυγοτομέω
πτερυγοτόμος
View word page
πτερόφυτος
πτερό-φῠτος, ον,= πτεροφυής, Sch. Ar. Eq. 1341 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πτερόφυτος
Headword (normalized):
πτερόφυτος
Headword (normalized/stripped):
πτεροφυτος
IDX:
91145
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-91146
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πτερό-φῠτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>,= <span class="foreign greek">πτεροφυής</span>, Sch.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0019.tlg002.perseus-grc1:1341" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0019.tlg002.perseus-grc1:1341/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ar.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Eq.</span> 1341 </a>.</div><br><br>'}