Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πτεροκοπέω
πτέρομαι
πτερόν
πτερονόμος
πτεροποιέω
πτεροποίκιλος
πτερόπους
πτερορρυέω
πτερορρύμσις
πτερότης
πτερόφοιτος
πτεροφόρας
πτεροφόρος
πτεροφυέω
πτεροφυής
πτεροφύησις
πτεροφυΐα
πτερόφυτος
πτεροφύτωρ
πτερόω
πτερυγίζω
View word page
πτερόφοιτος
πτερό-φοιτος,
A). v. πτεροφύτωρ .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πτερόφοιτος
Headword (normalized):
πτερόφοιτος
Headword (normalized/stripped):
πτεροφοιτος
IDX:
91138
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-91139
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πτερό-φοιτος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">πτεροφύτωρ</span> .</div> </div><br><br>'}