Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
πτέρνος
πτερνοτρώκτης
πτεροβάμων
πτεροδόνητος
πτεροείμων
πτερόεις
πτερόιππος
πτεροκοπέω
πτέρομαι
πτερόν
πτερονόμος
πτεροποιέω
πτεροποίκιλος
πτερόπους
πτερορρυέω
πτερορρύμσις
πτερότης
πτερόφοιτος
πτεροφόρας
πτεροφόρος
πτεροφυέω
View word page
πτερονόμος
πτερο-νόμος
,
ον
,
A).
plying the wings
,
Hsch.
ShortDef
plving the wings
Debugging
Headword:
πτερονόμος
Headword (normalized):
πτερονόμος
Headword (normalized/stripped):
πτερονομος
IDX:
91131
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-91132
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πτερο-νόμος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">plying the wings</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}