Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
πτερνοκοπέω
πτερνοκόπις
πτέρνος
πτερνοτρώκτης
πτεροβάμων
πτεροδόνητος
πτεροείμων
πτερόεις
πτερόιππος
πτεροκοπέω
πτέρομαι
πτερόν
πτερονόμος
πτεροποιέω
πτεροποίκιλος
πτερόπους
πτερορρυέω
πτερορρύμσις
πτερότης
πτερόφοιτος
πτεροφόρας
View word page
πτέρομαι
πτέρομαι
,=
πταίρω
(q.v.),
Gloss.
, v.l. in
Hippiatr.
38
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
πτέρομαι
Headword (normalized):
πτέρομαι
Headword (normalized/stripped):
πτερομαι
IDX:
91129
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-91130
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πτέρομαι</span>,= <span class="foreign greek">πταίρω</span> (q.v.), <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span>, v.l. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Hippiatr.</span> 38 </span>.</div><br><br>'}