Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πτερνογλύφος
πτερνοκοπέω
πτερνοκόπις
πτέρνος
πτερνοτρώκτης
πτεροβάμων
πτεροδόνητος
πτεροείμων
πτερόεις
πτερόιππος
πτεροκοπέω
πτέρομαι
πτερόν
πτερονόμος
πτεροποιέω
πτεροποίκιλος
πτερόπους
πτερορρυέω
πτερορρύμσις
πτερότης
πτερόφοιτος
View word page
πτεροκοπέω
πτερο-κοπέω, metaph.,
A). clip the wings of, τὴν ἐλευθερίαν Com.Adesp. 25a3 D.


ShortDef

clip the wings of

Debugging

Headword:
πτεροκοπέω
Headword (normalized):
πτεροκοπέω
Headword (normalized/stripped):
πτεροκοπεω
IDX:
91128
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-91129
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πτερο-κοπέω</span>, metaph., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">clip the wings of</span>, <span class="quote greek">τὴν ἐλευθερίαν</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Com.Adesp.</span> 25a3 </span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">D.</span> </span> </div> </div><br><br>'}