Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πτερνίς
πτέρνις
πτέρνισμα
πτερνισμός
πτερνιστής
πτερνοβατέω
πτερνοβάτης
πτερνογλύφος
πτερνοκοπέω
πτερνοκόπις
πτέρνος
πτερνοτρώκτης
πτεροβάμων
πτεροδόνητος
πτεροείμων
πτερόεις
πτερόιππος
πτεροκοπέω
πτέρομαι
πτερόν
πτερονόμος
View word page
πτέρνος
πτέρνος, ,=
A). culdex, Gloss.


ShortDef

culdex

Debugging

Headword:
πτέρνος
Headword (normalized):
πτέρνος
Headword (normalized/stripped):
πτερνος
IDX:
91121
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-91122
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πτέρνος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>,= <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">culdex,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}