Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πτέριον
πτερίς
πτερίσκος
πτέρισμα
πτερισμός
πτέρνη
πτερνίζω
πτέρνιξ
πτερνίς
πτέρνις
πτέρνισμα
πτερνισμός
πτερνιστής
πτερνοβατέω
πτερνοβάτης
πτερνογλύφος
πτερνοκοπέω
πτερνοκόπις
πτέρνος
πτερνοτρώκτης
πτεροβάμων
View word page
πτέρνισμα
πτέρν-ισμα, ατος, τό,= sq., Tz. H. 9.179 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πτέρνισμα
Headword (normalized):
πτέρνισμα
Headword (normalized/stripped):
πτερνισμα
IDX:
91113
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-91114
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πτέρν-ισμα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>,= sq., <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg9022.tlg001:9:179" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg9022.tlg001:9.179/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Tz.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">H.</span> 9.179 </a>.</div><br><br>'}