Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πτελεάδες
πτελέϊνος
πτελεών
πτέον
πτεραφόρος
πτερίδιος
πτέρινος
πτέριον
πτερίς
πτερίσκος
πτέρισμα
πτερισμός
πτέρνη
πτερνίζω
πτέρνιξ
πτερνίς
πτέρνις
πτέρνισμα
πτερνισμός
πτερνιστής
πτερνοβατέω
View word page
πτέρισμα
πτέρ-ισμα,
A). v. πτερύγισμα .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πτέρισμα
Headword (normalized):
πτέρισμα
Headword (normalized/stripped):
πτερισμα
IDX:
91106
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-91107
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πτέρ-ισμα</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">πτερύγισμα</span> .</div> </div><br><br>'}