Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πταλόν
πτάξ
πταρμική
πταρμικός
πταρμός
πτάρνυμαι
πταώτην
πτεκάς
πτέλας
πτελέα
πτελεάδες
πτελέϊνος
πτελεών
πτέον
πτεραφόρος
πτερίδιος
πτέρινος
πτέριον
πτερίς
πτερίσκος
πτέρισμα
View word page
πτελεάδες
πτελε-άδες· πτελεῶδες, Hsch.


ShortDef

[lexical cite]

Debugging

Headword:
πτελεάδες
Headword (normalized):
πτελεάδες
Headword (normalized/stripped):
πτελεαδες
IDX:
91096
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-91097
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πτελε-άδες·</span> <span class="foreign greek">πτελεῶδες</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}