Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πρωτοφόρημα
πρωτοφυής
πρωτοφύλαξ
πρωτόφυτος
πρωτόχνοος
πρωτόχορος
πρωτοχρονέω
πρωτόχρονος
πρωτόχυτος
πρωτοψάλτης
πρωτρίς
πρωτώλη
πτάζω
πταῖμα
πταίρω
πταῖσμα
πταιστός
πταίω
πτακάδις
πτακάλα
πτάκις
View word page
πρωτρίς
πρωτρίς, ίδος, , dub. sens. in PGiss. 90.8 (ii A.D.).


ShortDef

[meaning unclear]

Debugging

Headword:
πρωτρίς
Headword (normalized):
πρωτρίς
Headword (normalized/stripped):
πρωτρις
IDX:
91073
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-91074
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πρωτρίς</span>, <span class="itype greek">ίδος</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, dub. sens. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PGiss.</span> 90.8 </span> (ii A.D.).</div><br><br>'}