Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πρωτοφαής
πρωτοφανής
πρωτοφορέω
πρωτοφόρημα
πρωτοφυής
πρωτοφύλαξ
πρωτόφυτος
πρωτόχνοος
πρωτόχορος
πρωτοχρονέω
πρωτόχρονος
πρωτόχυτος
πρωτοψάλτης
πρωτρίς
πρωτώλη
πτάζω
πταῖμα
πταίρω
πταῖσμα
πταιστός
πταίω
View word page
πρωτόχρονος
πρωτό-χρονος, ον,=
A). primaevus, Gloss.


ShortDef

[lexical cite]

Debugging

Headword:
πρωτόχρονος
Headword (normalized):
πρωτόχρονος
Headword (normalized/stripped):
πρωτοχρονος
IDX:
91070
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-91071
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πρωτό-χρονος</span>, <span class="itype greek">ον</span>,= <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">primaevus,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}