Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πρωτότυπος
πρωτοϋδρέω
πρωτουργός
πρωτοΰφαντος
πρωτοφαής
πρωτοφανής
πρωτοφορέω
πρωτοφόρημα
πρωτοφυής
πρωτοφύλαξ
πρωτόφυτος
πρωτόχνοος
πρωτόχορος
πρωτοχρονέω
πρωτόχρονος
πρωτόχυτος
πρωτοψάλτης
πρωτρίς
πρωτώλη
πτάζω
πταῖμα
View word page
πρωτόφυτος
πρωτό-φῠτος, ον,= πρωτοφυής, AP 4.2.2 ( Phil.).


ShortDef

first-produced, first-born

Debugging

Headword:
πρωτόφυτος
Headword (normalized):
πρωτόφυτος
Headword (normalized/stripped):
πρωτοφυτος
IDX:
91066
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-91067
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πρωτό-φῠτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>,= <span class="foreign greek">πρωτοφυής</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AP</span> 4.2.2 </span> (<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phil.</span></span>).</div><br><br>'}