Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πρωτοστάτης
πρωτοστολιστής
πρωτοστρατηγία
πρωτόσφακτος
πρωτοσχεδής
πρωτότευκτος
πρωτότμητος
πρωτοτοκεῖα
πρωτοτοκεύω
πρωτοτοκέω
πρωτοτοκία1
πρωτοτόκια2
πρωτότοκος
πρωτότομος
πρωτότροφος
πρωτοτυπέω
πρωτοτυπία
πρωτότυπος
πρωτοϋδρέω
πρωτουργός
πρωτοΰφαντος
View word page
πρωτοτοκία1
πρωτοτοκ-ία, ,= sq., Aq. Ge. 25.34 , De. 21.17 .


ShortDef

the rights of the first-born, birthright

Debugging

Headword:
πρωτοτοκία1
Headword (normalized):
πρωτοτοκία
Headword (normalized/stripped):
πρωτοτοκια1
IDX:
91049
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-91050
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πρωτοτοκ-ία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>,= sq., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Aq.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Ge.</span> 25.34 </span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">De.</span> 21.17 </span>.</div><br><br>'}