Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πρωτοστασία
πρωτοστάσιον
πρωτοστατέω
πρωτοστάτης
πρωτοστολιστής
πρωτοστρατηγία
πρωτόσφακτος
πρωτοσχεδής
πρωτότευκτος
πρωτότμητος
πρωτοτοκεῖα
πρωτοτοκεύω
πρωτοτοκέω
πρωτοτοκία1
πρωτοτόκια2
πρωτότοκος
πρωτότομος
πρωτότροφος
πρωτοτυπέω
πρωτοτυπία
πρωτότυπος
View word page
πρωτοτοκεῖα
πρωτοτοκ-εῖα,
A). v. πρωτοτόκια .


ShortDef

rights of the first-born, birthright

Debugging

Headword:
πρωτοτοκεῖα
Headword (normalized):
πρωτοτοκεῖα
Headword (normalized/stripped):
πρωτοτοκεια
IDX:
91046
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-91047
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πρωτοτοκ-εῖα</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">πρωτοτόκια</span> .</div> </div><br><br>'}