Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πρωτόστακτος
πρωτοστασία
πρωτοστάσιον
πρωτοστατέω
πρωτοστάτης
πρωτοστολιστής
πρωτοστρατηγία
πρωτόσφακτος
πρωτοσχεδής
πρωτότευκτος
πρωτότμητος
πρωτοτοκεῖα
πρωτοτοκεύω
πρωτοτοκέω
πρωτοτοκία1
πρωτοτόκια2
πρωτότοκος
πρωτότομος
πρωτότροφος
πρωτοτυπέω
πρωτοτυπία
View word page
πρωτότμητος
πρωτό-τμητος, ον,= πρωτόκουρος, IG 12(5).173 iv (Paros).


ShortDef

first cut

Debugging

Headword:
πρωτότμητος
Headword (normalized):
πρωτότμητος
Headword (normalized/stripped):
πρωτοτμητος
IDX:
91045
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-91046
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πρωτό-τμητος</span>, <span class="itype greek">ον</span>,= <span class="foreign greek">πρωτόκουρος</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 12(5).173 </span> iv (Paros).</div><br><br>'}