Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πρωτός
πρωτοσέληνος
πρωτοσπόρος
πρωτόστακτος
πρωτοστασία
πρωτοστάσιον
πρωτοστατέω
πρωτοστάτης
πρωτοστολιστής
πρωτοστρατηγία
πρωτόσφακτος
πρωτοσχεδής
πρωτότευκτος
πρωτότμητος
πρωτοτοκεῖα
πρωτοτοκεύω
πρωτοτοκέω
πρωτοτοκία1
πρωτοτόκια2
πρωτότοκος
πρωτότομος
View word page
πρωτόσφακτος
πρωτό-σφακτος, ον,
A). slaughtered first, Lyc. 329 .


ShortDef

slaughtered first

Debugging

Headword:
πρωτόσφακτος
Headword (normalized):
πρωτόσφακτος
Headword (normalized/stripped):
πρωτοσφακτος
IDX:
91042
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-91043
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πρωτό-σφακτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">slaughtered first</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Lyc.</span> 329 </span>.</div> </div><br><br>'}