Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πρῶτος
πρωτός
πρωτοσέληνος
πρωτοσπόρος
πρωτόστακτος
πρωτοστασία
πρωτοστάσιον
πρωτοστατέω
πρωτοστάτης
πρωτοστολιστής
πρωτοστρατηγία
πρωτόσφακτος
πρωτοσχεδής
πρωτότευκτος
πρωτότμητος
πρωτοτοκεῖα
πρωτοτοκεύω
πρωτοτοκέω
πρωτοτοκία1
πρωτοτόκια2
πρωτότοκος
View word page
πρωτοστρατηγία
πρωτο-στρᾰτηγία, ,
A). office of chief στρατηγός, Μους. Σμυρν. 1875.131 (Philadelphia).


ShortDef

office of chief

Debugging

Headword:
πρωτοστρατηγία
Headword (normalized):
πρωτοστρατηγία
Headword (normalized/stripped):
πρωτοστρατηγια
IDX:
91041
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-91042
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πρωτο-στρᾰτηγία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">office of chief</span> <span class="foreign greek">στρατηγός, Μους. Σμυρν</span>.<span class="bibl"> 1875.131 </span> (Philadelphia).</div> </div><br><br>'}