Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πρωτόρρυτος
πρῶτος
πρωτός
πρωτοσέληνος
πρωτοσπόρος
πρωτόστακτος
πρωτοστασία
πρωτοστάσιον
πρωτοστατέω
πρωτοστάτης
πρωτοστολιστής
πρωτοστρατηγία
πρωτόσφακτος
πρωτοσχεδής
πρωτότευκτος
πρωτότμητος
πρωτοτοκεῖα
πρωτοτοκεύω
πρωτοτοκέω
πρωτοτοκία1
πρωτοτόκια2
View word page
πρωτοστολιστής
πρωτο-στολιστής, οῦ, ,
A). chief of the στολισταί, PGrenf. 1.44 ii 2 (ii B.C.), CIG 4945 (Philae, v A.D.), etc.


ShortDef

chief of the στολισταί

Debugging

Headword:
πρωτοστολιστής
Headword (normalized):
πρωτοστολιστής
Headword (normalized/stripped):
πρωτοστολιστης
IDX:
91040
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-91041
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πρωτο-στολιστής</span>, <span class="itype greek">οῦ</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">chief of the</span> <span class="foreign greek">στολισταί</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PGrenf.</span> 1.44 </span> <span class="bibl"> ii 2 </span> (ii B.C.), <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">CIG</span> 4945 </span> (Philae, v A.D.), etc.</div> </div><br><br>'}