Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πρωτοπρεσβύτερος
πρωτοραβδοῦχος
πρωτόρριζος
πρωτόρρυτος
πρῶτος
πρωτός
πρωτοσέληνος
πρωτοσπόρος
πρωτόστακτος
πρωτοστασία
πρωτοστάσιον
πρωτοστατέω
πρωτοστάτης
πρωτοστολιστής
πρωτοστρατηγία
πρωτόσφακτος
πρωτοσχεδής
πρωτότευκτος
πρωτότμητος
πρωτοτοκεῖα
πρωτοτοκεύω
View word page
πρωτοστάσιον
πρωτο-στάσιον [ᾰ],,
A). foundation, metaph., Paul.Al. L. 1 .


ShortDef

foundation

Debugging

Headword:
πρωτοστάσιον
Headword (normalized):
πρωτοστάσιον
Headword (normalized/stripped):
πρωτοστασιον
IDX:
91037
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-91038
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πρωτο-στάσιον</span> [<span class="foreign greek">ᾰ],</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">foundation</span>, metaph., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Paul.Al.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">L.</span> 1 </span>.</div> </div><br><br>'}