Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
πρωτόπλαστος
πρωτόπλοια
πρωτόπλοος
πρωτοποιητικὸς
πρωτόπολις
πρωτοπολίτης
πρωτοπορεία
πρωτοπόρος
πρωτόποσις
πρωτοπραξία
πρωτοπρεσβύτερος
πρωτοραβδοῦχος
πρωτόρριζος
πρωτόρρυτος
πρῶτος
πρωτός
πρωτοσέληνος
πρωτοσπόρος
πρωτόστακτος
πρωτοστασία
πρωτοστάσιον
View word page
πρωτοπρεσβύτερος
πρωτο-πρεσβύτερος
,
ὁ
,
A).
chief elder,
MAMA
3.670
(Corycus).
ShortDef
chief elder
Debugging
Headword:
πρωτοπρεσβύτερος
Headword (normalized):
πρωτοπρεσβύτερος
Headword (normalized/stripped):
πρωτοπρεσβυτερος
IDX:
91027
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-91028
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πρωτο-πρεσβύτερος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">chief elder,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">MAMA</span> 3.670 </span> (Corycus).</div> </div><br><br>'}