Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
πρωτοπειρία
πρωτόπειρος
πρωτοπήμων
πρωτόπλαστος
πρωτόπλοια
πρωτόπλοος
πρωτοποιητικὸς
πρωτόπολις
πρωτοπολίτης
πρωτοπορεία
πρωτοπόρος
πρωτόποσις
πρωτοπραξία
πρωτοπρεσβύτερος
πρωτοραβδοῦχος
πρωτόρριζος
πρωτόρρυτος
πρῶτος
πρωτός
πρωτοσέληνος
πρωτοσπόρος
View word page
πρωτοπόρος
πρωτο-πόρος
,
ον
,
A).
taking one's first voyage
, cf.
πρωτόπλοος
.
ShortDef
taking one's first voyage
Debugging
Headword:
πρωτοπόρος
Headword (normalized):
πρωτοπόρος
Headword (normalized/stripped):
πρωτοπορος
IDX:
91024
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-91025
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πρωτο-πόρος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">taking one\'s first voyage</span>, cf. <span class="foreign greek">πρωτόπλοος</span>.</div> </div><br><br>'}