Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πρωτομύστης
πρωτόμφαλον
πρωτόνεως
πρωτονύμφευτος
πρωτοπαγής
πρωτοπάθεια
πρωτοπαθέω
πρωτοπαθής
πρωτόπαλος
πρωτοπατρίκιος
πρωτοπειρία
πρωτόπειρος
πρωτοπήμων
πρωτόπλαστος
πρωτόπλοια
πρωτόπλοος
πρωτοποιητικὸς
πρωτόπολις
πρωτοπολίτης
πρωτοπορεία
πρωτοπόρος
View word page
πρωτοπειρία
πρωτο-πειρία, ,=
A). rudimentum, tirocinium, Gloss.


ShortDef

rudimentum, tirocinium

Debugging

Headword:
πρωτοπειρία
Headword (normalized):
πρωτοπειρία
Headword (normalized/stripped):
πρωτοπειρια
IDX:
91014
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-91015
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πρωτο-πειρία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>,= <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">rudimentum, tirocinium,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}