Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πρωτομυσής
πρωτομύστης
πρωτόμφαλον
πρωτόνεως
πρωτονύμφευτος
πρωτοπαγής
πρωτοπάθεια
πρωτοπαθέω
πρωτοπαθής
πρωτόπαλος
πρωτοπατρίκιος
πρωτοπειρία
πρωτόπειρος
πρωτοπήμων
πρωτόπλαστος
πρωτόπλοια
πρωτόπλοος
πρωτοποιητικὸς
πρωτόπολις
πρωτοπολίτης
πρωτοπορεία
View word page
πρωτοπατρίκιος
πρωτο-πατρίκιος, ,
A). first patrician, as a title, POxy. 1898.9 , al. (vi A.D.).


ShortDef

first patrician

Debugging

Headword:
πρωτοπατρίκιος
Headword (normalized):
πρωτοπατρίκιος
Headword (normalized/stripped):
πρωτοπατρικιος
IDX:
91013
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-91014
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πρωτο-πατρίκιος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">first patrician</span>, as a title, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">POxy.</span> 1898.9 </span>, al. (vi A.D.).</div> </div><br><br>'}