Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
πρωτομηνία
πρωτόμισθος
πρωτόμορος
πρωτόμοιρ
πρωτομυσής
πρωτομύστης
πρωτόμφαλον
πρωτόνεως
πρωτονύμφευτος
πρωτοπαγής
πρωτοπάθεια
πρωτοπαθέω
πρωτοπαθής
πρωτόπαλος
πρωτοπατρίκιος
πρωτοπειρία
πρωτόπειρος
πρωτοπήμων
πρωτόπλαστος
πρωτόπλοια
πρωτόπλοος
View word page
πρωτοπάθεια
πρωτοπάθ-εια
[
πᾰ],
,
A).
primary affection
or
symptom
, opp.
συμπάθεια
,
Gal.
8.31
.
ShortDef
primary affection
Debugging
Headword:
πρωτοπάθεια
Headword (normalized):
πρωτοπάθεια
Headword (normalized/stripped):
πρωτοπαθεια
IDX:
91009
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-91010
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πρωτοπάθ-εια</span> [<span class="foreign greek">πᾰ],</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">primary affection</span> or <span class="tr" style="font-weight: bold;">symptom</span>, opp. <span class="foreign greek">συμπάθεια</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 8.31 </span>.</div> </div><br><br>'}