Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πρωτολόγος
πρωτολοχία
πρωτόμαντις
πρωτόμαχος
πρωτομηνία
πρωτόμισθος
πρωτόμορος
πρωτόμοιρ
πρωτομυσής
πρωτομύστης
πρωτόμφαλον
πρωτόνεως
πρωτονύμφευτος
πρωτοπαγής
πρωτοπάθεια
πρωτοπαθέω
πρωτοπαθής
πρωτόπαλος
πρωτοπατρίκιος
πρωτοπειρία
πρωτόπειρος
View word page
πρωτόμφαλον
πρωτόμφᾰλον, τό,
A). the very centre of a shield, Hsch.


ShortDef

the very centre

Debugging

Headword:
πρωτόμφαλον
Headword (normalized):
πρωτόμφαλον
Headword (normalized/stripped):
πρωτομφαλον
IDX:
91005
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-91006
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πρωτόμφᾰλον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">the very centre</span> of a shield, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}