Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀγριοφανής
ἀγριόφυλλον
ἀγριόφυτα
ἀγριόφωνος
ἀγριόχοιρος
ἀγριοψωρία
ἀγριόω
Ἀγριππιασταί
ἄγριππος
ἀγρίς
ἀγρίτης
ἀγρίφη
ἀγριώδης
Ἀγριώνιος
ἀγριωπός
ἀγροβόας
ἀγροβότης
ἀγρογείτων
ἀγροδίαιτος
ἀγροδότης
ἀγρόθεν
View word page
ἀγρίτης
ἀγρίτης, ον, ,
A). countryman, St. Byz. s.v. ἀγρός .


ShortDef

countryman

Debugging

Headword:
ἀγρίτης
Headword (normalized):
ἀγρίτης
Headword (normalized/stripped):
αγριτης
IDX:
909
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-910
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀγρίτης</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">countryman</span>, St. Byz. s.v. <span class="ref greek">ἀγρός</span> .</div> </div><br><br>'}