Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πρωτόκτιστος
πρωτοκτόνος
πρωτοκύμων
πρωτοκύων
πρωτοκωμήτης
πρωτόλεια
πρωτολεχής
πρωτολήδεσθαι
πρωτόληνα
πρωτολογία
πρωτολόγιμος
πρωτολόγος
πρωτολοχία
πρωτόμαντις
πρωτόμαχος
πρωτομηνία
πρωτόμισθος
πρωτόμορος
πρωτόμοιρ
πρωτομυσής
πρωτομύστης
View word page
πρωτολόγιμος
πρωτο-λόγιμος, ον,
A). of the highest repute, as a title, POxy. 1256.15 (iii A.D.).


ShortDef

of the highest repute

Debugging

Headword:
πρωτολόγιμος
Headword (normalized):
πρωτολόγιμος
Headword (normalized/stripped):
πρωτολογιμος
IDX:
90994
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-90995
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πρωτο-λόγιμος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">of the highest repute</span>, as a title, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">POxy.</span> 1256.15 </span> (iii A.D.).</div> </div><br><br>'}