Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
πρωτοκουρία
πρωτόκουρος
πρωτοκτίστης
πρωτόκτιστος
πρωτοκτόνος
πρωτοκύμων
πρωτοκύων
πρωτοκωμήτης
πρωτόλεια
πρωτολεχής
πρωτολήδεσθαι
πρωτόληνα
πρωτολογία
πρωτολόγιμος
πρωτολόγος
πρωτολοχία
πρωτόμαντις
πρωτόμαχος
πρωτομηνία
πρωτόμισθος
πρωτόμορος
View word page
πρωτολήδεσθαι
πρωτο-λήδεσθαι·
τὸ πρῶτον ἀποπειρᾶσθαι
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
πρωτολήδεσθαι
Headword (normalized):
πρωτολήδεσθαι
Headword (normalized/stripped):
πρωτοληδεσθαι
IDX:
90991
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-90992
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πρωτο-λήδεσθαι·</span> <span class="foreign greek">τὸ πρῶτον ἀποπειρᾶσθαι</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}