Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πρωτοκλίναρχος
πρωτοκλισία
πρωτόκολλον
πρωτοκόμης
πρωτόκοπος
πρωτοκοσμέω
πρωτόκοσμος
πρωτοκουρία
πρωτόκουρος
πρωτοκτίστης
πρωτόκτιστος
πρωτοκτόνος
πρωτοκύμων
πρωτοκύων
πρωτοκωμήτης
πρωτόλεια
πρωτολεχής
πρωτολήδεσθαι
πρωτόληνα
πρωτολογία
πρωτολόγιμος
View word page
πρωτόκτιστος
πρωτό-κτιστος, ον,
A). first created, PMag.Leid.W. 5.16 , Gloss.


ShortDef

first created

Debugging

Headword:
πρωτόκτιστος
Headword (normalized):
πρωτόκτιστος
Headword (normalized/stripped):
πρωτοκτιστος
IDX:
90984
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-90985
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πρωτό-κτιστος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">first created,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">PMag.Leid.W.</span> 5.16 </span>, <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> </div> </div><br><br>'}