Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πρωτοκαθεδρία
πρωτοκαιρία
πρωτόκαρπος
πρωτοκατασκεύαστος
πρωτοκλήσια
πρωτοκλίναρχος
πρωτοκλισία
πρωτόκολλον
πρωτοκόμης
πρωτόκοπος
πρωτοκοσμέω
πρωτόκοσμος
πρωτοκουρία
πρωτόκουρος
πρωτοκτίστης
πρωτόκτιστος
πρωτοκτόνος
πρωτοκύμων
πρωτοκύων
πρωτοκωμήτης
πρωτόλεια
View word page
πρωτοκοσμέω
πρωτο-κοσμέω,
A). to be πρωτόκοσμος, Riv.Fil. 61.489 (Crete, ii/iii A.D.).


ShortDef

to be πρωτόκοσμος

Debugging

Headword:
πρωτοκοσμέω
Headword (normalized):
πρωτοκοσμέω
Headword (normalized/stripped):
πρωτοκοσμεω
IDX:
90979
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-90980
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πρωτο-κοσμέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be</span> <span class="foreign greek">πρωτόκοσμος</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Riv.Fil.</span> 61.489 </span> (Crete, ii/iii A.D.).</div> </div><br><br>'}