Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πρωτόθυτος
πρωτοκαθεδρία
πρωτοκαιρία
πρωτόκαρπος
πρωτοκατασκεύαστος
πρωτοκλήσια
πρωτοκλίναρχος
πρωτοκλισία
πρωτόκολλον
πρωτοκόμης
πρωτόκοπος
πρωτοκοσμέω
πρωτόκοσμος
πρωτοκουρία
πρωτόκουρος
πρωτοκτίστης
πρωτόκτιστος
πρωτοκτόνος
πρωτοκύμων
πρωτοκύων
πρωτοκωμήτης
View word page
πρωτόκοπος
πρωτό-κοπος, ον,= πρωτόκουρος, Sammelb. 4496.18 (vi A.D.), al.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πρωτόκοπος
Headword (normalized):
πρωτόκοπος
Headword (normalized/stripped):
πρωτοκοπος
IDX:
90978
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-90979
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πρωτό-κοπος</span>, <span class="itype greek">ον</span>,= <span class="foreign greek">πρωτόκουρος</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Sammelb.</span> 4496.18 </span> (vi A.D.), al.</div><br><br>'}