Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πρώτοζυξ
πρωτοθοινία
πρωτοθρόνιος
πρωτόθρονος
πρωτόθυτος
πρωτοκαθεδρία
πρωτοκαιρία
πρωτόκαρπος
πρωτοκατασκεύαστος
πρωτοκλήσια
πρωτοκλίναρχος
πρωτοκλισία
πρωτόκολλον
πρωτοκόμης
πρωτόκοπος
πρωτοκοσμέω
πρωτόκοσμος
πρωτοκουρία
πρωτόκουρος
πρωτοκτίστης
πρωτόκτιστος
View word page
πρωτοκλίναρχος
πρωτο-κλίναρχος [ῑ],,
A). president of a κλίνη (i.e. religious association), Arch.Pap. 1.413 (v A.D.).


ShortDef

president of a κλίνη

Debugging

Headword:
πρωτοκλίναρχος
Headword (normalized):
πρωτοκλίναρχος
Headword (normalized/stripped):
πρωτοκλιναρχος
IDX:
90974
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-90975
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πρωτο-κλίναρχος</span> [<span class="foreign greek">ῑ],</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">president of a</span> <span class="foreign greek">κλίνη</span> (i.e. religious association), <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Arch.Pap.</span> 1.413 </span> (v A.D.).</div> </div><br><br>'}