Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πρωτόζυγον
πρωτοζύμιον
πρώτοζυξ
πρωτοθοινία
πρωτοθρόνιος
πρωτόθρονος
πρωτόθυτος
πρωτοκαθεδρία
πρωτοκαιρία
πρωτόκαρπος
πρωτοκατασκεύαστος
πρωτοκλήσια
πρωτοκλίναρχος
πρωτοκλισία
πρωτόκολλον
πρωτοκόμης
πρωτόκοπος
πρωτοκοσμέω
πρωτόκοσμος
πρωτοκουρία
πρωτόκουρος
View word page
πρωτοκατασκεύαστος
πρωτο-κατασκεύαστος, ον,
A). of primitive construction, Gloss.


ShortDef

of primitive construction

Debugging

Headword:
πρωτοκατασκεύαστος
Headword (normalized):
πρωτοκατασκεύαστος
Headword (normalized/stripped):
πρωτοκατασκευαστος
IDX:
90972
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-90973
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πρωτο-κατασκεύαστος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">of primitive construction,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}