Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πρωτοεδρία
πρωτόζευκτος
πρωτόζυγον
πρωτοζύμιον
πρώτοζυξ
πρωτοθοινία
πρωτοθρόνιος
πρωτόθρονος
πρωτόθυτος
πρωτοκαθεδρία
πρωτοκαιρία
πρωτόκαρπος
πρωτοκατασκεύαστος
πρωτοκλήσια
πρωτοκλίναρχος
πρωτοκλισία
πρωτόκολλον
πρωτοκόμης
πρωτόκοπος
πρωτοκοσμέω
πρωτόκοσμος
View word page
πρωτοκαιρία
πρωτο-καιρία, ,
A). favourable opportunity, POxy. 1678.6 (iii A.D.).


ShortDef

favourable opportunity

Debugging

Headword:
πρωτοκαιρία
Headword (normalized):
πρωτοκαιρία
Headword (normalized/stripped):
πρωτοκαιρια
IDX:
90970
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-90971
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πρωτο-καιρία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">favourable opportunity,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">POxy.</span> 1678.6 </span> (iii A.D.).</div> </div><br><br>'}