Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πρωτοδημότης
πρωτοδιάκονος
πρωτοεδρία
πρωτόζευκτος
πρωτόζυγον
πρωτοζύμιον
πρώτοζυξ
πρωτοθοινία
πρωτοθρόνιος
πρωτόθρονος
πρωτόθυτος
πρωτοκαθεδρία
πρωτοκαιρία
πρωτόκαρπος
πρωτοκατασκεύαστος
πρωτοκλήσια
πρωτοκλίναρχος
πρωτοκλισία
πρωτόκολλον
πρωτοκόμης
πρωτόκοπος
View word page
πρωτόθυτος
πρωτό-θῠτος, ον,
A). gloss on πρωτόσφακτος , Sch. Lyc. 329 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πρωτόθυτος
Headword (normalized):
πρωτόθυτος
Headword (normalized/stripped):
πρωτοθυτος
IDX:
90968
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-90969
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πρωτό-θῠτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">πρωτόσφακτος</span> , Sch.<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Lyc.</span> 329 </span>.</div> </div><br><br>'}