Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πρωτόγονον
πρωτόγονος
πρωτογύναικες
πρωτοδαής
πρωτόδαμνος
πρωτοδέκανος
πρωτοδεύτεροι
πρωτοδημότης
πρωτοδιάκονος
πρωτοεδρία
πρωτόζευκτος
πρωτόζυγον
πρωτοζύμιον
πρώτοζυξ
πρωτοθοινία
πρωτοθρόνιος
πρωτόθρονος
πρωτόθυτος
πρωτοκαθεδρία
πρωτοκαιρία
πρωτόκαρπος
View word page
πρωτόζευκτος
πρωτό-ζευκτος, ον,
A). newly married, EM 17.54 .


ShortDef

newly married

Debugging

Headword:
πρωτόζευκτος
Headword (normalized):
πρωτόζευκτος
Headword (normalized/stripped):
πρωτοζευκτος
IDX:
90961
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-90962
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πρωτό-ζευκτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">newly married,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">EM</span> 17.54 </span>.</div> </div><br><br>'}