Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
πρωτόγναφος
πρωτογονία
πρωτόγονον
πρωτόγονος
πρωτογύναικες
πρωτοδαής
πρωτόδαμνος
πρωτοδέκανος
πρωτοδεύτεροι
πρωτοδημότης
πρωτοδιάκονος
πρωτοεδρία
πρωτόζευκτος
πρωτόζυγον
πρωτοζύμιον
πρώτοζυξ
πρωτοθοινία
πρωτοθρόνιος
πρωτόθρονος
πρωτόθυτος
πρωτοκαθεδρία
View word page
πρωτοδιάκονος
πρωτο-διάκονος
[
ᾱ],
,
A).
first deacon,
Supp.Epigr.
6.243
(Phrygia, v A.D.).
ShortDef
first deacon
Debugging
Headword:
πρωτοδιάκονος
Headword (normalized):
πρωτοδιάκονος
Headword (normalized/stripped):
πρωτοδιακονος
IDX:
90959
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-90960
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πρωτο-διάκονος</span> [<span class="foreign greek">ᾱ],</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">first deacon,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Supp.Epigr.</span> 6.243 </span> (Phrygia, v A.D.).</div> </div><br><br>'}