Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πρωτογλυφής
πρωτόγναφος
πρωτογονία
πρωτόγονον
πρωτόγονος
πρωτογύναικες
πρωτοδαής
πρωτόδαμνος
πρωτοδέκανος
πρωτοδεύτεροι
πρωτοδημότης
πρωτοδιάκονος
πρωτοεδρία
πρωτόζευκτος
πρωτόζυγον
πρωτοζύμιον
πρώτοζυξ
πρωτοθοινία
πρωτοθρόνιος
πρωτόθρονος
πρωτόθυτος
View word page
πρωτοδημότης
πρωτο-δημότης, ου, ,
A). chief townsman, POxy. 1730.4 (iv A.D.).


ShortDef

chief townsman

Debugging

Headword:
πρωτοδημότης
Headword (normalized):
πρωτοδημότης
Headword (normalized/stripped):
πρωτοδημοτης
IDX:
90958
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-90959
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πρωτο-δημότης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">chief townsman,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">POxy.</span> 1730.4 </span> (iv A.D.).</div> </div><br><br>'}