Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πρωτογεννάω
πρωτογέννητος
πρωτογεύστης
πρωτογλυφής
πρωτόγναφος
πρωτογονία
πρωτόγονον
πρωτόγονος
πρωτογύναικες
πρωτοδαής
πρωτόδαμνος
πρωτοδέκανος
πρωτοδεύτεροι
πρωτοδημότης
πρωτοδιάκονος
πρωτοεδρία
πρωτόζευκτος
πρωτόζυγον
πρωτοζύμιον
πρώτοζυξ
πρωτοθοινία
View word page
πρωτόδαμνος
πρωτό-δαμνος, ον,
A). first-tamed, Hsch. s.v. ἄδαμνον .


ShortDef

first-tamed

Debugging

Headword:
πρωτόδαμνος
Headword (normalized):
πρωτόδαμνος
Headword (normalized/stripped):
πρωτοδαμνος
IDX:
90955
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-90956
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πρωτό-δαμνος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">first-tamed</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">ἄδαμνον</span> .</div> </div><br><br>'}